Σίγουρα είναι πιο ασφαλές να ακουμπάς σε κάποιο κόμμα, κίνηση, ακόμη και σε κάποια καταναλωτική ομάδα ― είναι ένα στήριγμα, προσφέρει και κοινό. Ομως το κοινό του Πορτοκάλογλου αυτά τα 30 χρόνια δεν κερδήθηκε με αυτόν τον τρόπο, αλλά με τον ακριβώς αντίθετο. Με τον ακομμάτιστο δημόσιο λόγο και, κυρίως, με το ταλέντο του. Και παρότι η ελεύθερη φωνή είναι πάντα πιο ευάλωτη, τόσα χρόνια «την είχε γλιτώσει».
Και τώρα τον στολίζουν με την ετικέτα του «βολεμένου», που δεν ξέρει «από φτώχεια», του δίνουν, με τη γνωστή ευκολία των καιρών για όποιον διαφωνεί, τη στάμπα του «μνημονιακού», αναζητώντας κρυφά νοήματα κάτω από τους στίχους.
Ομως, ο Πορτοκάλογλου πάντα είχε μια ανεξάρτητη ματιά. Σε μια εποχή που «όφειλες» να είσαι Κνίτης ή ΠΑΣΟΚ, γιατί αλλιώς στα αμφιθέατρα σε θεωρούσαν ξενέρωτο, εκείνος τραγουδούσε «Σε είχα δει και σένα σαν τ’ άλλα φοιτητάκια/ αντάρτες της πορδής με τα λεφτά του μπαμπά/ μίζερα όλα και λειψά γι’ αυτό σου λέω/ (…) Χούντα δεν θυμάμαι μα ούτε ελευθερία/ της μεταπολίτευσης καημένη γενιά».
Οταν, πάλι, «όφειλε» να προσκυνήσει το λάιφ στάιλ, και πάλι στάθηκε ανεξάρτητος. Τώρα μοιάζει υπόλογος γιατί οι στίχοι «Είναι η πόλη μου καμένη/ είν’ η χώρα μου μισή/ νικητές και νικημένοι/ όλοι χάσαμε μαζί», σε κάποιους θυμίζουν τα «όλοι μαζί τα φάγαμε» του Πάγκαλου. Εκείνος όμως εστιάζει στο όλοι μαζί το ζούμε.
Οσο παράτολμο και άχαρο είναι να εξηγήσεις ένα τραγούδι, το συγκεκριμένο δεν ξεφεύγει από το πνεύμα του τραγουδοποιού. Από τότε που τραγουδούσε «Πόσο τη βρίσκω μ’ αυτό το ρίσκο» ή «Το μέτρο και το πάθος είναι η δικιά μου Ελλάδα».
Κάποιοι δικάζουν θεωρώντας ότι μιλούν εν ονόματι της Αριστεράς, μονοπωλώντας την αλήθεια, το δίκαιο, το ήθος. Σαν να ζητούν πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων. Είναι τακτική που θυμίζει άλλους καιρούς, αρρωστημένες ιδεοληψίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου